- πτήσεως
- πτή̱σεω̆ς , πτῆσιςflightfem gen sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
парениѥ — ПАРЕНИ|Ѥ1 (1*), ˫А с. Полет, парение: Ѥродѡво жилище облада˫а птицѧми. ластовици i ластуни. в нѡжныѣ мѣсто службы имѣють поприземноѥ парениѥ. (τῆς πτήσεως) МПр XIV2, 32. ПАРЕНИ|Ѥ2 (1*), ˫А с. Парение (в бане): велю вамъ да ˫асте. и пьѥте. но по… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αεροδιαστημική — η ο συνδυασμός τής επιστήμης τής αεροναυτικής και τής διαστημικής πτήσεως … Dictionary of Greek
αεροναυτική — Σύνολο πειραματικών δεδομένων, τεχνικών εφαρμογών και ποικίλων δραστηριοτήτων, οι οποίες συνδέονται με τις συνθήκες που επιτρέπουν στον άνθρωπο να μετακινείται μέσα στη γήινη ατμόσφαιρα με συσκευές που κατασκευάζονται γι’ αυτό τον σκοπό. Τo… … Dictionary of Greek
αεροναυτιλία — Κλάδος της αεροναυτικής, που αναφέρεται στην τεχνική της πλεύσης και της κυκλοφορίας στον αέρα των πτητικών συσκευών. Η α. στα πρώτα της βήματα χρησιμοποιούσε μεθόδους της ναυτιλίας, τώρα όμως χρησιμοποιεί ραδιοηλεκτρικές μεθόδους, οι οποίες… … Dictionary of Greek
κατάστρωμα — το (AM κατάστρωμα) [καταστρώννυμι] 1. η ενέργεια και, κυρίως, το αποτέλεσμα τού καταστρώνω, μέρος τεχνητά επιστρωμένο 2. ναυτ. επίστρωμα οριζόντιο μικρής καμπυλότητας το οποίο καλύπτει το κοίλο τού σκάφους σε όλο το μήκος του με σκοπό να… … Dictionary of Greek
πίνακας — ο 1. ο μαυροπίνακας του σχολείου. 2. έργο ζωγραφικής. 3. κατάλογος ονομάτων: Πίνακας των προβιβαζόμενων μαθητών. 4. πινακίδα ανακοινώσεων. 5. πλάκα όπου υπάρχουν κουμπιά, χειριστήρια, όργανα: Πίνακας των οργάνων ελέγχου πτήσεως των αεροπλάνων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)